δουρομανής

δουρομανής
δουρο-μᾰνής, ές, poet. for
A

δοριμανής, πόλεμος AP9.553

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δουρομανής — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουρομανής — βλ. δοριμανής …   Dictionary of Greek

  • δουρομανῆ — δουρομανής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δουρομανής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δουρομανής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”